Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Δωμάτιο με θεό



Μπήκε, πήρε, έδωσε, χάρηκε, αγαλίασαν.
Δεν χρειάστηκε παρά δευτερόλεπτα για να δείξει πόσο νιώθει τον άνθρωπο απέναντί του. Έδωσε εκείνο που ήξερε ότι θα την παρηγορούσε. Όρμησε πάνω της να διώξει την σκιά. Της εμφύσησε δύναμη μέσα της. Ήταν το τέλειο αντίδοτο στο φαρμάκι που την κέρασαν. Ήταν εκεί και αυτό έλεγε πολλά. Όχι για την αυταπάτη του "μαζί", αλλά για τον άνδρα που μεγαλώνει μαζί του και για την γυναίκα που πλάθει από το πλευρό του.
Κινηματογραφικό το σκηνικό.
Το κρεβάτι κοινό, στρωμένο ακόμα, λευκό και καθαρό. Το φως αδιάφορο, τα κορμιά τους απλοί αγωγοί. Τα μάτια και το άγγιγμα αριστούργημα. Πλημμύρισε το δωμάτιο από την μυρωδιά, το "θέλω" και την αγάπη του. Αγάπη, διαφορετική. Όση χωράει σε ένα δωμάτιο.
Αλλά στα μάτια της, αγάπη ανιδιοτελής. Όπως η δική της.
Το φως και το κρεβάτι έμειναν πίσω αλλαγμένα από το πέρασμά τους. Το κρεβάτι ήταν ζεστό και το φως καθαρό. Η ψυχή της μαλάκωσε και ζεστάθηκε από την δική του. Δεν θέλει έναν θεό. Θέλει έναν άνδρα και μια γυναίκα.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Μουσικές καρέκλες




Μόνο με το συναίσθημα, το ένστικτο και την επιθυμία να βρω «κάτι», έτσι θα συνεχίσω. Πάλι, η λογική απλά θα περισσεύει και θα την κόψω για να μην με ενοχλεί στο περπάτημα. Κάτι σαν άγκυρα, την νιώθω. Δεν πάτησα ποτέ μου στο έδαφος. Λίγα εκατοστά πάνω κινούμαι. Όχι γιατί είμαι καλύτερη. Όχι για να βλέπω από ψηλότερα, αλλά γιατί ανάμεσα στα σύννεφα δεν σε βλέπουν όσοι κοιτούν τα πόδια τους. Σε βλέπουν όμως οι αλαφροΐσκιωτοι.

Έτσι, σαν ξωτικό βλέπω να περνάει η ζωή από μέσα μου. Δεν ταιριάζω πουθενά. Με τους ανθρώπους δεν αντέχω. Με κοιτούν λοξά.
Δεν χωράω πουθενά. Πάντα κάποιος κάθεται στην θέση που νομίζω ότι είναι άδεια. Εσχάτως, κι άδεια να είναι απλά με διώχνει σαν να μην υπάρχω εκεί. Σαν να είμαι φάντασμα. Σαν να εξαφανίζομαι στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Και ο τρόπος... Τόση ωμότητα.

Μια πόρτα ανοίγει και είναι το δωμάτιο γεμάτο. Αλλά μόνο εγώ δεν χωράω. Δεν θα κάνει ποτέ κανείς χώρο για μένα να μπω. Και που σπρώχνω να χωρέσω... Μάταιο.
Τρύπες...
Το μεγάλο μυστικό.

Και δεν είμαι μυστήρια. Δεν σνομπάρω, δεν αδιαφορώ, δεν απειλώ, δεν διεκδικώ.
Δεν διεκδικώ. Είναι αυτό τρόπος; Είναι λύση; Τι είμαι; Σαρκοβόρο; Τι να διεκδικήσω; Ούτε είχα ποτέ κάτι δικό μου. Δεν ένιωσα με άνθρωπο τέτοια ασφάλεια.
Δίνω, δίνω... Περιμένω... Ζητιανεύω... Με ποδοπατάει όποιος θέλει να περάσει. Δεν αντιστέκομαι. Δεν γρατζουνάω. Τι ζώο είμαι πια; Ακόμη κι οι καμηλοπαρδάλεις κάτι κάνουν όταν τις χτυπούν.

Δικαιολογώ μόνο. Όλοι οι άλλοι καλύτεροι. Όλα τα θέλω των άλλων σημαντικότερα. Και αυτά που θέλω εγώ και δεν γίνονται; Ποιος στεναχωρήθηκε ποτέ γι αυτά; Μια άρνηση για εμένα.
Τα πιο απλά, τα βασικά, αδιανόητες πολυτέλειες. Θα ουρλιάξω. Να ακουστώ έξω. Όχι μόνο μέσα στο κεφάλι μου. «Ο, τι θέλεις θα γίνει», ας το πει κάποιος, δεν θα τον βάλω να μου φέρει χρυσάφι. Δεν θέλω τέτοια βάρη στα πόδια μου.



Μια άδεια θέση για μένα να ξαποστάσω λίγο. Να ξεκουραστώ, πόνεσα παντού. Έχω σιχαθεί. Ανδρες και γυναίκες. Μόνο λίγα ξωτικά έμειναν να με κοιτούν... κι αυτά με φόβο.
Βλέπουν την κατάρα πάνω από το κεφάλι μου. 
Και μένω πάλι άδεια. Όλο και πιο κενή, να ανεβαίνω ψηλότερα στα σύννεφα.  

Κι εκεί που λες «τι το χειρότερο μπορεί να πάθω». Ερχεται ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό. Την στιγμή που πας να ανασάνεις με ευχαρίστηση, πέφτεις από την καρέκλα.

Μία ακόμη «άλλη» ήταν το τελευταίο που έπρεπε να μου συμβεί.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Η ιστορία μια γκέισας, vol. 1

Σύντομα θα εξηγήσω ακριβώς γιατί έχω σε τόσο μεγάλη εκτίμηση αυτά τα θαυμάσια πλάσματα τις γκέισες. Και πως πείστηκα/οδηγήθηκα να γίνω μια από αυτές.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μαθήματα οδήγησης



Το χειρότερο μου είναι να με φρενάρουν.

Μόνο εγώ μπορώ να σταματήσω. Γιατί εγώ ξεκίνησα. Δεν θέλω δειλίες από άλλους. Δεν θέλω αναστολές.
Δεν θέλω να μου κόβουν τον δρόμο.
Δεν κόβω τον δρομο κανενός.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μνήμη πόνου

Όχι, δεν είμαι καλά. Αλλά είμαι καλή ψεύτρα. Και με πιστεύω όταν λέω πως συνέρχομαι. Οχι, δεν συνέρχομαι. Βουλιάζω κι άλλο. Δεν έχω φρένο. Είμαι μόνη μου και εντελώς ανεξέλεγκτη. Ποιος να με δει; Κανείς δεν βλέπει ότι πάω στο διάολο. Δεν είναι κανείς δίπλα μου. Ούτε θα ρισκάρει να σταθεί κάποιος εμπόδιο ανάμεσα σε μένα το χάος. Εκεί να πάω να χαθώ. Να σταματήσει ο κατήφορος. Ή ο ανήφορος. Δεν έχω πια αίσθηση των πράξεών μου. Μουδιασμένη μονίμως. Παρηγοριέμαι με μικρά πράγματα που απλά τα μεγαλοποιώ στο μυαλό μου για να πάψει να κυριεύει η απελπισία.

Οχι, δεν είμαι καλά. Αλλά ποιος δίνει σημασία. Και να το πω; Σκασίλα του του κοσμάκη. Καθένας έχει τον βολή του, γιατι να κοιτάξει τον άστεγο. Και να το φωνάξω, ποιος θα γυρίσει το βλέμμα. Το σωστό βλέμμα.

Νιώθω πια όμορφα μονο όταν κλαίω. Γιατί όταν χαίρομαι η επομενη σκέψη είναι ότι συντομα θα τελειωσει κι αυτό. Λένε πως όταν ο πόνος διαρκεί καιρό, το σώμα μαθαίνει να πονά ακόμη και μετά την ίαση. Εχει μνήμη πόνου. Εχω μάθει -φοβάμαι- μόνο να πονάω. Τότε αγαλιάζω. Μέσα στο κλάμα. Οταν κάτι πάει καλά αγχώνομαι. Ιδρώνω, βλέπω το τέλος να έρχεται και πονάω.

Οχι, δεν ειμαι καλά. Δεν θέλω να δω την ταινία με όλες της σκηνές στην σειρά. Θέλω πρώτα να μου πει κάποιος το τέλος. Να σιγουρευτώ ότι έχει ένα κάποιο happy ending αλλιώς δεν την θέλω την ταινία. Τρέμει το φυλλοκάρδι μου μονίμως. Ζω ένα θρίλερ. Από παντού έρχονται κακοί, σφαίρες, φαντασματα. Και είναι σαν εφιάλτης. Δεν συνέρχομαι. Πονάω και φοβάμαι.

Οχι, δεν ειμαι καλά.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Φτάνει ο τίτλος

-Δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης. Δεν τα 'μαθες;

-Εγώ θέλω να περνάω καλά.
- Ε, τότε αυτό εξηγεί γιατί μένεις στον Βόρειο Πόλο, μόνος. Με ξωτικά να σου κάνουν τα χατίρια. Φτιάχνεις τον μύθο σου, για να βγεις μια φορά τον χρόνο, να μοιράσεις απλόχερα χαμόγελα, δώρα και υποσχέσεις. Και φεύγεις αξημέρωτα. Αφήνοντας πίσω την αίσθηση ότι θα ξανάρθεις. Και είσαι και θρασύς να αξιώνεις πως φτάνει μια φορά τον χρόνο να σε βλέπουν, να σε αγαπάνε, να υπάρχεις.
-Νομίζω, το ήξερες.
-Ναι, ήξερα πως δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης. Εσύ επέμενες. Ήταν ίσως λόγω παραμονής, οπότε είχες προγραμματίσει τις επισκέψεις σου ήδη και μιλούσες εκ του ασφαλούς.
-Τι περιμένεις από μένα;
-Να έρχεσαι πιο συχνά να σε βλέπω. Δεν θέλω δώρα.
Εκτός αν θεωρείς εαυτόν δώρο. Που μου φαίνεται βαρύ να (το) σηκώσω (τέτοιο εγωισμό).
-Δεν μπορώ, κούκλα μου, να σου κάνω τα χατίρια. Δεν τα έκανα σε καμία άλλη ως τώρα.
-Και τι φοβάσαι; Μην το μάθουν και τα ζητήσουν αναδρομικά;
-...
-Έχεις μεγάλο θράσος. Φταίει το μάρκετινγκ όμως. Δες λίγο, τα μούσια σου είναι ψεύτικα. Τα ρούχα σου μια ιδέα στο κεφάλι ενός εμπόρου. Όλα συμβατικά. Καμία πρωτοτυπία. Κατέβα από το έλκηθρο, ψέματα σου λένε ότι είναι μαγκιά γιατί είναι οικολογικό.
-Πολλά λες για κάποιον που περιμένεις κάθε βράδυ με αγωνία.
-Για εκείνον δεν είπα τίποτα. Για την στολή του μίλησα. Βγάλτην κι έλα.

Η συνέχεια... δύσκολο να γραφτεί εκ των προτέρων. Είναι και τόσα τα παραμύθια που πρέπει να αλλάξουν.